σπανός

σπανός
(I)
-ή, -ό / σπανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.)
νεοελλ.
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση
2. παροιμ. φρ. «μόνο τα γένια τού σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα είναι δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει θέληση, εκτός από τα φύσει αδύνατα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Σπανού ἀκολουθία» — σατιρικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα τής ύστερης βυζαντινής περιόδου, παρωδία που ακολουθεί τα πρότυπα τής εκκλησιαστικής υμνολογίας
μσν.-αρχ.
σπάνιος, ασυνήθιστος
αρχ.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι
2. (κατά τον Ησύχ.) «τίμιον, πολλοῡ ἄξιόν ἐστιν».
επίρρ...
σπανῶς Α
αραιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπανοπώγων, με απόσπαση τού α' συνθετικού (πρβλ. σπάγκος < σπαγκο-ραμμένος), ενώ κατ' άλλους < σπάνιος. Ο τ. τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. σπανόν
τίμιον είναι πιθ. υποχωρ. παράγωγο τού σπανίζω].
————————
(II)
-ή, -όν, ΜΑ
φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπανός — rare masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπανός — ὁ, θηλ. Σπανή, Α ο Ισπανός («Σπανὸς ἀνὴρ δημότης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο τ. τής λ. Ἱσπανός] …   Dictionary of Greek

  • Σπανός — Σπανόν masc nom sg Σπανός grey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βλάστηση: Η κορυφή αυτού του βουνού είναι εντελώς σπανή. 2. άτριχος άντρας από τη φύση του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπανός, Αλέξιος — Λόγιος από τα Γιάννενα του τέλους του Που αι. και των αρχών του 18ου. Δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις. Ο Σ. συμπλήρωσε και σύνταξε ευρετήριο των μεταφράσεων στη δημοτική του έργου Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου, που… …   Dictionary of Greek

  • Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) …   Dictionary of Greek

  • σπανῶν — σπανός rare fem gen pl σπανός rare masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανόν — σπανός rare masc acc sg σπανός rare neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοῖς — σπανός rare masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοί — σπανός rare masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”